- ενδυασμός
- ἐνδυασμός, ο (Α)ενδοιασμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επαμφοτερισμός — (AM ἐπαμφοτερισμός) [επαμφοτερίζω] δισταγμός, ενδυασμός, αμφιταλάντευση νεοελλ. αοριστία, αοριστολογία, ασάφεια αρχ. αβεβαιότητα για τη συγγένεια, για το γένος («ἐπαμφοτερισμός τῶν τέκνων», Φίλ.) … Dictionary of Greek